- βεβαιωτής
- ο1) тот, кто уверяет, заверяет; 2) тот, кто подтверждает, удостоверяет; 3) тот, кто устанавливает, определяет (налоги, доходы)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βεβαιωτής — one who gives assurance of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτής — ο (Α βεβαιωτής) [βεβαιώ] 1. εκείνος που επιβεβαιώνει ή επικυρώνει κάτι 2. ο εγγυητής … Dictionary of Greek
βεβαιωταί — βεβαιωτής one who gives assurance of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτῇ — βεβαιωτής one who gives assurance of masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτήν — βεβαιωτής one who gives assurance of masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτάς — βεβαιωτά̱ς , βεβαιωτής one who gives assurance of masc acc pl βεβαιωτά̱ς , βεβαιωτής one who gives assurance of masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικός — ή, ό (AM βεβαιωτικός, ή, όν) [βεβαιωτής] ικανός, κατάλληλος για επιβεβαίωση, επιβεβαιωτικός νεοελλ. γραμμ. «βεβαιωτικά μόρια» άκλιτες λέξεις που σημαίνουν κατάφαση με βεβαιότητα της έννοιας μιας λέξης ή πρότασης … Dictionary of Greek